- ἀκαιρία
- ἀκαιρίᾱ , ἀκαιρίαunfitness of timesfem nom/voc/acc dualἀκαιρίᾱ , ἀκαιρίαunfitness of timesfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκαιρίᾳ — ἀκαιρίαι , ἀκαιρία unfitness of times fem nom/voc pl ἀκαιρίᾱͅ , ἀκαιρία unfitness of times fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek
ἀκαιρίας — ἀκαιρίᾱς , ἀκαιρία unfitness of times fem acc pl ἀκαιρίᾱς , ἀκαιρία unfitness of times fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρίαι — ἀκαιρία unfitness of times fem nom/voc pl ἀκαιρίᾱͅ , ἀκαιρία unfitness of times fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρίαν — ἀκαιρίᾱν , ἀκαιρία unfitness of times fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιριῶν — ἀκαιρία unfitness of times fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρίαις — ἀκαιρία unfitness of times fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρίη — ἀκαιρία unfitness of times fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρίῃ — ἀκαιρία unfitness of times fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek